18 Ιανουαρίου 2010

Πνευματικό εμβατήριο


Οι αξεπέραστοι στίχοι του Σικελιανού, γραμμένοι μέσα στο χαλασμό και τις κορυφαίες ηρωικές στιγμές της κατοχής, ντυμένοι άψογα με την μουσική του Μίκη Θεοδωράκη δεν παύουν να με συναρπάζουν όσες φορές και να τους ακούσω. Το κομμάτι που ακούτε είναι αυτό με τα μαύρα γράμματα. Μπορείτε να βρείτε και τα υπόλοιπα στον γιουτούπη. Απολαύστε υπεύθυνα!


Σὰν ἔριξα καὶ τὸ στερνὸ δαυλὶ στὸ φωτογώνι,
(δαυλὶ τῆς ζωῆς μου τῆς κλεισμένης μέσ᾿ τὸ χρόνο)
στὸ φωτογώνι τῆς καινούργιας λευτεριᾶς σου, Ἑλλάδα,
μοῦ ἀναλαμπάδιασε ἄξαφνα ἡ ψυχὴ σὰν νἆταν
ὅλο χαλκὸς τὸ διάστημα, ἢ ὡς νἆχα, τ᾿ ἅγιο κελὶ
Τοῦ Ἡράκλειτου τριγύρα μου, ὅπου, χρόνια,
γιὰ τὴν Αἰωνιότη ἔχαλκευσε τοὺς λογισμούς του
καὶ τοὺς κρεμνουσε ὡς ἅρματα στῆς Ἔφεσος τὸ Ναό...

Γιγάντιες σκέψεις, σὰ νέφη πύρινα ἢ νησιὰ πορφυρωμένα
σὲ μυθικὸν ἡλιοβασίλεμα, ἄναβαν στὸ νοῦ μου,
τὶ ὅλη μου καίονταν μονομιᾶς ἡ ζωὴ στὴν ἔγνοια
τῆς καινούργιας λευτεριᾶς Σου, Ἑλλάδα. γι᾿ αὐτὸ δὲν εἶπα:


Τοῦτο εἶναι τὸ φῶς τῆς νεκρικῆς πυρᾶς μου...


Δαυλὸς τῆς Ἱστορίας Σου, ἔκραξα εἶμαι, καὶ νά,
ἂς καεῖ σὰν δάδα τὸ ἔρμο μου κουφάρι, μὲ τὴν δάδα τούτην,
ὀρθὸς πορεύοντας, ὡς μὲ τὴν ὕστερη ὥρα,
ὅλες νὰ φέξουν τέλος οἱ γωνιὲς τῆς οἰκουμένης,
ν᾿ ἀνοίξω δρόμο στὴν ψυχή, στὸ πνεῦμα, στὸ κορμί Σου, Ἑλλάδα.


Εἶπα, καὶ ἐβάδισα
κρατώντας τ᾿ ἀναμμένο μου συκώτι στὸν Καύκασό Σου,
καὶ τὸ κάθε πάτημά μου ἦταν τὸ πρῶτο,
κι ἦταν, θάρρευα, τὸ τελευταῖο,
τὶ τὸ γυμνό μου πόδι ἔπατει μέσα στὰ αἵματά Σου,
τί τὸ γυμνό μου πόδι ἐσκονταυε στὰ πτώματά Σου,
γιατὶ τὸ σῶμα, ἡ ὄψη μου, ὅλο μου τὸ πνεῦμα καθρεφτιζόταν,
σὰ σὲ λίμνη, μέσα στὰ αἱματά Σου.


Ἐκεῖ, σὲ τέτοιον ἄλικο καθρέφτη. Ἑλλάδα, καθρέφτη ἀπύθμενο,
καθρέφτη τῆς ἀβύσσου, τῆς Λευτεριᾶς Σου καὶ τῆς δίψας Σου,
εἶδα τὸν ἑαυτό μου βαρὺ ἀπὸ κοκκινόχωμα πηλὸ πλασμένο,
καινούργιο Ἀδὰμ τῆς πιὸ καινούργιας Πλάσης
ὅπου νὰ πλάσουνε γιὰ Σένα μέλλει. Ἑλλάδα.

Κι εἶπα:
Τὸ ξέρω, ναὶ ποὺ κι οἱ Θεοί Σου,
οἱ Ὀλύμπιοι χθόνιο τώρα γίνανε θεμέλιο,
γιατὶ τοὺς θάψαμε βαθειὰ βαθειά, νὰ μὴν τοὺς βροῦν οἱ ξένοι.
Καὶ τὸ θεμέλιο διπλὸ στέριωσε κι᾿ ἐτριπλοστεριωσε
ὅλο μ᾿ ὅσα οἱ ὀχτροί μας κόκαλα σωριάσανε ἀποπάνω...
κι᾿ ἀκόμα ξέρω πὼς γιὰ τὶς σπονδὲς καὶ τὸ τάμα
τοῦ νέου Ναοῦ π᾿ ὀνειρευτήκαμε γιὰ Σένα, Ἑλλάδα,
μέρες καὶ νύχτες τόσα ἀδέλφια σφάχτηκαν ἀνάμεσά τους,
ὅσα δὲ σφάχτηκαν ἀρνιὰ ποτὲ γιὰ Πάσχα...


Μοίρα, κι ἡ Μοίρα Σου ὡς τὰ τρίσβαθα
δική μου κι᾿ ἀπ᾿ τὴν Ἀγάπη, ἀπ᾿ τὴ μεγάλη δημιουργὸ Ἀγάπη
νὰ ποὺ ἡ ψυχή μου ἐσκλήρυνεν,
ἐσκλήρυνε καὶ μπαίνει ἀκέρια πιὰ μέσα στὴ λάσπη
καὶ μέσ᾿ τὸ αἷμα Σου, νὰ πλάσῃ τὴ νέα καρδιὰ
ποὺ χρειάζεται στὸ νιό Σου ἀγώνα, Ἑλλάδα.
Τὴ νέα καρδιὰ ποὺ κιόλας ἔκλεισα στὰ στήθη
καὶ κράζω σήμερα μ᾿ αὐτὴ πρὸς τοὺς συντρόφους ὅλους.


Ὀμπρὸς βοηθᾶτε νὰ σηκώσουμε τὸν ἥλιο πάνω ἀπ᾿ τὴν Ἑλλάδα,
ὀμπρός, βοηθᾶτε νὰ σηκώσουμε τὸν ἥλιο πάνω ἀπὸ τὸν κόσμο.
Τὶ, Ἰδέτε· ἐκόλλησεν ἡ ρόδα του βαθειὰ στὴ λάσπη,
κι ἄ, ἰδέτε χώθηκε τ᾿ ἀξόνι του βαθειὰ μέσ᾿ τὸ αἷμα.
Ὀμπρός, παιδιά, καὶ δὲ βολεῖ μονάχος ν᾿ ἀνέβῃ ὁ ἥλιος,
σπρῶχτε μὲ γόνα καὶ μὲ στῆθος νὰ τὸν βγάλουμε ἀπ᾿ τὴ λάσπη,
σπρῶχτε μὲ στῆθος καὶ μὲ γόνα νὰ τὸν βγάλουμε ἀπ᾿ τὸ γαῖμα.
Δέστε, ἀκουμπᾶμε ἀπάνω τοῦ ὁμοαίματοι ἀδελφοί του.
Ὀμπρός, ἀδέλφια, καὶ μᾶς ἔζωσε μὲ τὴ φωτιά του,
ὀμπρός, ὀμπρὸς κι ἡ φλόγα του μᾶς τύλιξε ἀδελφοί μου.


Ὀμπρὸς οἱ δημιουργοί.. Τὴν ἀχθοφόρα ὁρμή Σας,
στυλῶστε μὲ κεφάλια καὶ μὲ πόδια, μὴ βουλιάξει ὁ ἥλιος.
Βοηθᾶτε με κι ἐμένανε ἀδελφοί, νὰ μὴ βουλιάξω ἀντάμα..
Τὶ πιὰ εἶν᾿ ἀπάνω μου καὶ μέσα μου καὶ γύρα.
Τὶ πιὰ γυρίζω σ᾿ ἕναν ἅγιον Ἴλιγγο μαζί του...
Χίλια καπούλια ταῦροι τοῦ κρατᾶν τὴ βάση, δικέφαλος ἀητός·
κι ἀπάνω μου τινάζει τὶς φτεροῦγες του καὶ βογγάει ὁ σάλαγός του,
στὴν κεφαλή μου πλάι καὶ μέσα στὴν ψυχή μου.
καὶ τὸ μακριὰ καὶ τὸ σιμὰ γιὰ μένα πιὰ εἶν᾿ ἕνα...
Πρωτάκουστες βαρεῖες μὲ ζώνουν Ἁρμονίες,
ὀμπρός, σύντροφοι, βοηθᾶτε νὰ σηκωθεῖ νὰ γίνει ὁ ἥλιος πνεῦμα.


Σιμώνει ὁ νέος ὁ Λόγος π᾿ ὅλα θὰ τὰ βάψῃ,
στὴ νέα του φλόγα. νοῦ καὶ σῶμα. ἀτόφιο ἀτσάλι...
Ἡ γῆ μας ἀρκετὰ λιπάστηκε ἀπὸ σάρκα ἀνθρώπου...
παχιὰ καὶ καρπερά, νὰ μὴν ἀφήσουνε τὰ σώματά μας
νὰ ξεραθοῦν ἀπ᾿ τὸ βαθὺ τοῦτο λουτρὸ τοῦ αἵμα του πιὸ πλούσιο,
πιὸ βαθὺ κι ἀπ᾿ ὅποιο πρωτοβρόχι.
Αὔριο νὰ βγεῖ ὁ καθένας μας μὲ δώδεκα ζευγάρια βόδια
τὴ γῆ αὐτὴ νὰ ὀργώσει τὴν αἱματοποτισμενη...
Ν᾿ ἀνθίση ἡ δάφνη ἀπάνω της καὶ δέντρο ζωῆς νὰ γένη,
καὶ ἡ Ἄμπελός μας νὰ ἁπλωθεῖ ὡς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης...


Ἔτσι, σὰν ἔριξα καὶ τὸ στερνὸ δαυλὶ στὸ φωτογώνι
(δαυλὶ τῆς ζωῆς μου τῆς κλεισμένης μέσ᾿ τὸ χρόνο)
στὸ φωτογώνι τῆς καινούργιας Λευτεριᾶς Σου, Ἑλλάδα
ἀναψυχώθηκε ἄξαφνα τρανὴ ἡ κραυγή μου, ὡς νἆταν
ὅλο χαλκὸς τὸ διάστημα ἢ ὡς νἆχα τ᾿ ἅγιο κελὶ
τοῦ Ἠράκλειτου τριγύρα μου, ὅπου, χρόνια,
γιὰ τὴν Αἰωνιότη ἐχάλκευε τοὺς στοχασμούς του
καὶ τοὺς κρεμνοῦσε ὡς ἅρματα στῆς Ἔφεσος τὸ ναὸ
ὡς Σᾶς ἔκραζα σύντροφοι.

6 σχόλια:

Unknown είπε...

Κυριολεκτικά με έφτιαξες πρωί πρωί. Υπήρξε για πάμπολλα χρόνια σχεδόν μια μονομανία μου το συγκεκριμένο έργο...
Ειδικά στην παρθενική του εκτέλεση στο Λονδίνο επί δικτατορίας αν δεν κάνω λάθος το 1972.

Ευχαριστώ .

Lexi_penitas είπε...

Γιώργο είμουν ομοιοπαθής αρχες της δεκαετίας του 80 που ανακάλυψα τον δίσκο. Αλλά ποτέ δεν έπαψε να με ενθουσιάζει.

Disdaimona είπε...

Μα τι θέλετε πρωί πρωί εσύ και η Λεμέσια; Να αρχίσουμεν το κλάμα;;;
Να αφήσουμε τα γραφεία τζαι τα χαρκιά τζαι να αρχίσουμεν το κλάμα επειδή εσείς θέλετε να μας θυμίσετε πρωί πρωί πόσο συγκλονιστικό πράμα ένι να ζεις,να ονειρέφκεσαι,να αγωνίζεσαι τζαι να ερωτέφκεσαι τη ζωή σαν ΑΝΘΡΩΠΟΣ;

Μακάρι νασαι καλά ΛεξιΠένητα. Αλήθκεια!

ΔemΩΝ είπε...

Όσες φορές αστόχησες μαζί μου, πέτυχες κέντρο σήμερα...

(Η ποίηση του Σικελιανού δεν με ενθουσίασε ποτέ ιδιαίτερα, η μουσική του Μίκη όμως ανέβασε αυτούς τους στίχους στα ουράνια.)

Lexi_penitas είπε...

Δυσδαιμόνα, κάθε άλλο παρά κλάμα μου προκαλεί η συγκεκριμένη μουσική. Αντίθετα μου προκαλεί φοβερή ευφορία!

Δαίμονα, δεν μπορεί να διαφωνούμε στα πάντα ρε παιδί μου...

Disdaimona είπε...

Λέξι

κλαμά έρκεται μας κάποτε άμα δούμε
ένα ωραίο αγριολούλουδο που μυρίζει,
αμα δούμε έναν φίλο που εν επεριμέναμε να δούμε, άμα ακούσουμε κάτι που εν επεριμέναμε να ακούσουμε...τζαι εννοώ μέσα μας, εν εννοώ να τα λουθούμε.
Ήταν καταλυτικό. Αυτό ήθελα να πω.
Νασαι καλά.

Related Posts with Thumbnails

Έλα στην παρέα μας

Αλήτη ! Απόψε είν' η βραδιά τόσο καλή, τόσο καλή ! Μπορείς να πας να κοιμηθείς σ' ένα παγκάκι, αλήτη ! Πλάτυνε η σκέψη τη ζωή τόσο πολύ, τόσο πολύ, πόκανε ο άνθρωπος τη γη κι όλο το σύμπαν σπίτι.

Τεύκρος Ανθίας - Τα σφυρίγματα του αλήτη